- συναπέχω
- ΜΑ [ἀπέχω]1. είμαι μακριά, απέχω από κάτι συγχρόνως2. (μτβ.) δέχομαι, λαμβάνω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
συναποχή — ἡ, ΜΑ [συναπέχω] η από κοινού παραλαβή, είσπραξη … Dictionary of Greek